- συγγάμειο
- το, Νβιολ. ζωικός ή φυτικός πληθυσμός τού οποίου τα μέλη μπορούν να διασταυρωθούν μεταξύ τους και να ανταλλάξουν τα γονίδιά τους, αλλ. συγγαμικό είδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγγαμικός — ή, ό, Ν [συγγαμία] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγαμία ως μορφή αναπαραγωγής 2. φρ. «συγγαμικό είδος» βιολ. το συγγάμειο … Dictionary of Greek